Saturday, March 10, 2007

ΧΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μαίρη Μικέ

Ο διαλογικός Γιώργος Χειμωνάς

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου του Χειμωνά - και αναφέρομαι στα πεζογραφήματά του Πεισίστρατος (1960), Η εκδρομή (1964), Μυθιστόρημα (1966), Ο γιατρός Ινεότης (1971), Ο γάμος (1974), Ο αδελφός (1975), Οι χτίστες (1979), Τα ταξίδια μου (Το σύνδρομο του Balint, Αινείας, Το κόσμημα) (1984), Ο εχθρός του ποιητή (1990) -, όπως βέβαια και πολλών άλλων έργων της νεοτερικής πεζογραφίας, είναι η αποσπασματικότητα. Εδώ δεν επιτελείται η διασύνδεση των διαφόρων μερών σε ένα ενιαίο σύνολο. Ο Χειμωνάς αλλοιώνει το παραδοσιακό αφηγηματικό πλαίσιο, ασεβεί ως προς την τήρηση της χωροχρονικής ενότητας, υποβιβάζει την πλοκή, θρυμματίζει το εγώ, διογκώνει νεοτερικές αφηγηματικές τεχνικές, αποσυνθέτει και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις μορφές. Έτσι, στη θέση μιας παραδοσιακής γραμμικής αφήγησης που λειτουργεί βάσει της χρονικής διαδοχής, εγκαθίσταται μια αφήγηση νεοτερική που λειτουργεί βάσει της αναλογίας ή της μεταφοράς.

Όπως επισημαίνει ο ίδιος, ο λόγος της τέχνης είναι πάντα παθολογικός και τα κέντρα της γραφής του είναι δύο: το τελετουργικό και το συναισθηματικό. Γεγονός είναι πως τις πρώτες ύλες της γραφής του τις παρέχει το ανθρώπινο σώμα που βιώνει, γι' αυτό και η κινητικότητα που χαρακτηρίζει την γραφή του μπορεί και να οφείλεται στη σωματική, απτή, υλική διάστασή της. Σε αυτή την κινητικότητα, βέβαια, συμβάλλει και μια τεχνική βασισμένη σε "σχήματα γεωμετρικά, τα οποία συνεχώς αλλάζουν, κινούνται μέσα στον χώρο και δίνουν την αίσθηση της αφής μιας ύλης."

Έχει διαπιστωθεί ότι η γραφή του Χειμωνά αποβλέπει σε μια ασυνεχή σχέση με την ελληνική παράδοση. Ο ίδιος διευκρινίζει πως η σχέση αυτή "δεν έχει το χαρακτήρα μιας συνέχειας, αλλά πρόκειται για μια απλή κοινωνική συνδιαλλαγή όπως τόσες άλλες", γι' αυτό και τονίζει με έμφαση "μην αναζητάτε τις ρίζες μου. Περισσότερο με αγωνία παρά με έπαρση σας εμπιστεύομαι πως δεν έχω." Αλλού υποστηρίζει ότι "στην παράδοση καταλήγεις, δεν ξεκινάς. Η παράδοση είναι μια ανακύκλωση βιώματος και γλώσσας, όπου το βίωμά σου και η γλώσσα σου, αφού διέσχισαν ένα παρθένο δάσος από ίσκιους, ήχους και αφές, βγάζουν σ' ένα ξέφωτο κι εκεί συναντούν τους παλιούς ίσκιους."

Αυτή ακριβώς η συνάντηση με τους παλιούς ίσκιους είναι ένας δρόμος για να συναντήσει κανείς τη διαλογικότητα του Χειμωνά. Το έργο του αποτελεί μια ζωντανή κιβωτό λόγου που συγκεραίνει στοιχεία από τρόπους αρχαίους ελληνικούς, ελληνιστικούς, βυζαντινούς, δυτικούς και ανατολικούς. Αναμιγνύει στοιχεία από πολλαπλές λογοτεχνικές παραδόσεις προωθώντας μια αναθεωρητική ανάγνωση και αναζητώντας απεγνωσμένα τη συνομιλία με ποικίλα λογοτεχνικά κείμενα. Το "εναρμόνιον κράμα" που δημιουργείται δεν αποζητά την ανακάλυψη της καταγωγής ή της προέλευσης συγγραφικών προθέσεων, αλλά μια κατάθεση εγρήγορης μαθητείας. Οι δάσκαλοι του παρελθόντος προσφέρουν τη μεγαλύτερη μαθητεία κι ο μαθητής με τη σειρά του προσφέρει τη μεγαλύτερη διδαχή. Έτσι ό,τι χαρακτηρίζει το έργο αυτό είναι μια νέα συνομιλία, μέσω ενός λόγου προφορικού και ασυνεχούς, γεμάτου μεταμορφώσεις, διαλείμματα σιωπής, άναρχες εμπειρίες, μέσω ενός κειμένου διαστελλόμενου και συστελλόμενου ακατάπαυστα.

Μιλώντας για "εναρμόνιον κράμα" εννοώ, εκτός από τη σύμμιξη ετερόκλητων υλικών σε ένα νέο μάγμα, και την προσπάθεια για εναρμόνιση των επιμέρους αντιφάσεων και εχθροτήτων του νοήματος. Η "παλίντονος αρμονίη" στο προσκήνιο; Αναμφίβολα ναι. Γιατί ο Χειμωνάς προσανατολίζεται σ' ένα λόγο όντα και μη όντα, παρόντα και απόντα, τον ίδιο και την ίδια στιγμή τον ενάντιο. Ακολουθώντας στο σημείο αυτό την φιλοσοφία του Ηράκλειτου, ο ίδιος δέχεται πως ο λόγος του "μεταβάλλων αναπαύεται" ή "ακίνητος παρακινείται διαρκώς". Δεν πρόκειται όμως μόνο γι' αυτό. Ο εναρμόνιος Λόγος οσμίζεται τη Σιωπή, αλληλοτροφοδοτούνται δημιουργώντας γκρίζες ζώνες που γεμίζουν από υπαινιγμούς, κενά γεμάτα από πλεονάζον υλικό, αποσπάσματα.

Οι κειμενικές επιφάνειες (και όχι μόνο από τον λογοτεχνικό κώδικα), καθώς έρχονται σε επαφή, διεισδύουν η μία στην άλλη και φωτίζονται κάθε φορά με διαφορετικό φως, γιατί απλούστατα τοποθετούνται κάθε φορά σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Η προτεραιότητα των συγκειμένων έναντι των κειμένων. Τα νέα συμφραζόμενα απαιτούν να προσαρμόσουν τα "δανεισμένα" κείμενα στις δικές τους απαιτήσεις.

Οι διαλογικές αυτές σχέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε ορισμένες διαπιστώσεις. Στα περισσότερα κείμενα του Χειμωνά εντοπίζονται κυρίως "υπονοούμενες", κρυφές, χωνεμένες αναφορές και σπανίως παραθέματα με σαφή ή ασαφή προέλευση. Οι περισσότερες συσχετίσεις είναι θεματικές αλλά απαντούν και δάνεια μορφικά.

Σε ό,τι αφορά τον κειμενικό κώδικα της λογοτεχνίας, ανιχνεύεται μια κοινωνική συνδιαλλαγή μεταξύ στοιχείων από διάφορα "είδη" της λογοτεχνίας, όπως από το δημοτικό τραγούδι (ιδιαίτερα "Του Νεκρού Αδελφού"), τα ομηρικά έπη, το παραμύθι και την αρχαία ελληνική τραγωδία. Ανιχνεύονται επίσης καταβολές από τη σολωμική γραφή και ιδιαίτερα από τον "Λάμπρο" του Σολωμού, εκφραστικοί τρόποι της αλεξανδρινής και καβαφικής ποίησης, υφολογικές σταθερές και δομικά σχήματα των ιπποτικών χρονικών. Από τον χώρο της ξένης λογοτεχνίας οι οφειλές στον Ντοστογιέφσκι, τον Κάφκα, τον Μπέκετ, τον Μπόρχες, τον Τσέχωφ (Θείος Βάνιας), τον Θερβάντες (Δον Κιχώτης), τον Σαίξπηρ (Άμλετ) είναι ευδιάκριτες.

Φυσικά δεν εντοπίζεται επικοινωνία μόνο με άλλα κείμενα σε μια οριζόντια διάταξη, αλλά και τα έργα μεταξύ τους σε μια κάθετη διάταξη, ένα είδος "αυτοπάθειας". "Καμιά φορά, σχολιάζει ο ίδιος, επανέρχομαι σε θέματα που μετά συνειδητοποιώ ότι τα είχα αναφέρει σε παλαιότερα… Είναι το αυτοβιογραφικό που με κυνηγάει όχι με την έννοια του διαπολιτισμικού αλλά του βιωματικού."

Η βιωματικότητα λοιπόν δημιουργεί ανάμεσα στα κείμενά του σχέσεις συγγένειας εξ αίματος. Αυτή η συγγένεια εντοπίζεται σε αναλογίες κυρίως θεματικές όπως την αίσθηση του αναπάντεχου και απροσδόκητου, τη διπλή όψη του ταξιδιού ως κυριολεξίας και μεταφοράς, ανακάλυψης δηλαδή μιας διαφορετικής όψης των τόπων αλλά και ως οδυνηρής υπαρξιακής περιπλάνησης κατά την αντιπαράθεση του εγώ με τον εαυτό του και με τους άλλους, τη διερεύνηση οικογενειακών πλεγμάτων ή θυμικών αντιδράσεων και ακόμη αναλογίες μεμονωμένων συμβάντων.

Σε ό,τι αφορά τον διάλογο του έργου με την ιστορία, ο Χειμωνάς παρατηρεί: "Ο Δημιουργός ανασύρει μαζί του το δεδομένο ιστορικό υλικό της εποχής του […] εκείνο που έχει σημασία είναι οι ρυθμοί της τέχνης του." Έτσι επιχειρούνται αναδρομές σε ποικίλες ιστορικές περιόδους: στην βυζαντινή εποχή, στην άλωση της Πόλης, στην επανάσταση του 1821 κι ακόμη στη Μικρασιατική καταστροφή. Επίσης ανασύρονται από τη μνήμη δρώμενα της κλασικής Αθήνας, της Σπάρτης και της Ελευσίνας, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η εφιαλτική ατμόσφαιρα της χουντικής επταετίας, η κάθοδος των Δωριέων κι ο εμφύλιος, με χρονικούς διασκελισμούς και μεγάλα άλματα.

Κοινός παρονομαστής των χρονικών διασκελισμών είναι βέβαια η εστίαση σε ανθρώπινες καταστάσεις στις οποίες προβάλλεται το καίριο, το ουσιαστικό, το αναλλοίωτο. Με την απόδοση αιώνιων χαρακτηριστικών η ιστορία μοιάζει να μετασχηματίζεται σε μύθο. Έτσι φαίνεται να πραγματώνεται, σύμφωνα με δική του ομολογία, μία από τις φιλοδοξίες του: η κατασκευή ενός σύγχρονου μύθου. Αν αναλογιστούμε τα όσα παραπάνω υποστηρίχτηκαν για τη διείσδυση των κειμενικών επιφανειών και για τις αναπτυσσόμενες συνομιλίες μεταξύ των κειμένων, θα πρέπει να περιμένουμε ότι και σ' αυτή την περίπτωση θα ακολουθηθεί ο ίδιος δρόμος, της λογοτεχνικής αλληλεγγύης.

Για τον λόγο αυτό, κάθε νέα μυθολογική απόπειρα περί κόσμου είναι λογικό, κατά τη γνώμη του, να εγχαράσσεται πάνω σε παλιούς μύθους και κάθε κοσμολογία μέσω της τέχνης δεν επιτρέπεται να έχει άλλη όψη από εκείνη του παλίμψηστου. Οι παλιές γραφές αποξέονται, διατηρούν τα ίχνη τους και πάνω στη χαραγμένη επιφάνεια εγχαράσσονται άλλες.

Προς την ίδια κατεύθυνση πορεύεται και η σχέση του έργου αυτού με τον αρχαιοελληνικό τραγικό λόγο. Δεν είναι τυχαίο πως τα έργα που κίνησαν την προσοχή για να μεταφράσει υπήρξαν όλα τραγωδίες: Ηλέκτρα (1984) του Σοφοκλή, Βάκχες (1985) του Ευριπίδη, Άμλετ (1988) του Σαίξπηρ, Μήδεια (1989) του Ευριπίδη, Μάκβεθ (1997) του Σαίξπηρ και Ορέστης (1998) του Ευριπίδη. Ο ίδιος αιτιολογεί την επιλογή του αυτή ως εξής: "Τα κίνητρα της μεταφραστικής μου δραστηριότητας είναι ιδιοτελή. Μετέφρασα τραγωδίες, επειδή αυτός ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος να κυριαρχήσω στην σκοτεινή συγκίνηση που από πάντα με κατέβαλλε βλέποντας ή διαβάζοντας τραγωδία."

Μια συγκίνηση, λοιπόν, και μάλιστα σκοτεινή αποτελεί το έναυσμα της στροφής προς την τραγωδία. Η αιτία αυτής της συγκίνησης επισημαίνεται από τον Χειμωνά στην ακόλουθη μαρτυρία: "Το δράμα είναι το πρόσχημα για να λάμπει το απόλυτο." Αναζήτηση και λάμψη του απόλυτου; Πρόκειται αναμφίβολα για το απόλυτο που υπαινίσσεται το τραγικό, γιατί συμβαίνει μέσα από τη φρίκη της τραγωδίας να προκύπτει μια αίσθηση μεγαλείου, καθώς ο άνθρωπος ξεπερνά τα όριά του και αναζητά την υπέρβαση της απόλυτης αλήθειας.

Όμως η αφετηρία της σκοτεινής συγκίνησης που αναβλύζει από την τραγωδία έχει πολλαπλά αίτια. Δεν πρόκειται μόνο για την έκλαμψη του απόλυτου, αλλά και για όσα επιτυγχάνει η τραγωδία για την τάξη και την αταξία του κόσμου, για την εύθραυστη ισορροπία και την επικίνδυνη ακροβασία ανάμεσα στο χάος και τη γεωμετρία. Το κοινό σημείο που εντοπίζεται ανάμεσα στη λογοτεχνία γενικά και στην κάθαρση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας είναι η "αναλογικότητα" που τις διέπει. Κατά την άποψή του, η "λογοτεχνία είναι η θεία αναλογία, η οποία συγκρατεί σε στέρεες συμπαγείς μορφές την κίνηση του κόσμου - ή την αφήνει να διαφύγει μέσα από κενές, διάτρητες - Αποκαθιστώντας, συλλέγοντας τον διασπαθισμένο λόγο μάς κάνει αισθητές τις διεσπαρμένες αρμονίες των πραγμάτων. Γιατί η αναλογικότητα είναι η συγγενής ιδιότητά τους. Μόνον αυτό που αναλογεί μπορεί και να υπάρχει."

Η επιστροφή στον τραγικό μύθο και η αναβάπτισή του στον ιδιότυπο, σύγχρονο λόγο του Χειμωνά είναι μια μορφή "ομιλίας" με τους σηματοδότες προγόνους. Η επικοινωνία αυτή με όχημα τον τραγικό ήρωα, τον τραγικό μύθο, θεματικά μοτίβα τραγωδίας, σκηνές και παραθέματα τραγωδιών ή, τέλος, μορφικά και υφολογικά στοιχεία, αναδεικνύεται πάνω απ' όλα σε μια σχέση συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Το ερημωμένο τοπίο του σύγχρονου λογοτέχνη ως τραγικού όντος παύει μ' αυτόν τον τρόπο να προβάλει την απογύμνωσή του και αρχίζει να κατοικείται από τους παλιότερους ίσκιους.

Η συγκατοίκηση αυτή έχει μια διπλή όψη. Από τη μια, προσφέρεται διάρκεια στον τραγικό λόγο· έτσι οι τραγικοί εγκαθίστανται στο παρόν, είναι συνομιλητές με διαφορετικούς ωστόσο όρους οι οποίοι τίθενται από το γενναιόδωρο πρόσωπο που ανασύρει κάθε φορά και παροντοποιεί τα συγκεκριμένα κείμενα. Από την άλλη, ο νέος μυθοπλάστης κατά τη διάρκεια της άσκησης και της θητείας ακουμπά με ασφάλεια και ταπεινότητα αυξάνοντας τα αποθέματα συντροφικότητας. ΄Ετσι η μοναξιά παύει να είναι οδυνηρή και ο σύνδεσμος, που προκύπτει μέσω των αλλεπάλληλων ανταποκρίσεων μεταξύ των δημιουργών, προσφέρει στο έργο της δημιουργίας έναν κοινωνικό χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα πέρα για πέρα ανθρώπινο.

Πιο συγκεκριμένα, σε συνέντευξή του μαρτυρούνται τα ακόλουθα:

"Η χρήση του παλαιού μύθου δε γίνεται τόσο για να κατοχυρωθεί η αρχαία καταγωγή της αγωνίας, δε γίνεται μόνο από ανάγκη κάλυψης του κενού που κατέλιπε ο θάνατος του Μύθου…αλλά γίνεται από κάποιο είδος γενναιοδωρίας προς τον αρχαίο δημιουργό: να περιληφθεί ο λόγος του στη σύγχρονη ομιλία. Φυσικά αυτή η γενναιοδωρία δεν είναι αφιλοκερδής, καθώς το αντάλλαγμα είναι ένα απίστευτα συγκεκριμένο συναίσθημα ασφάλειας, που ο συγκεκριμένος λόγος μου συνέχεται με τον προγονικό του. Έχω ανάγκη από τεκμήρια για την ευγένεια της γλώσσας μου, αλλιώς δεν μπορώ να μιλήσω."

Κυρίες και Κύριοι,

καθώς σήμερα μαζευτήκαμε εδώ - και αξίζει να τονιστεί η ευγενής πρωτοβουλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και της Στέγης Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών - για να τιμήσουμε ένα έργο άναρχο που συστρέφεται ως κοχλίας, κραυγάζει στη σιωπή του, συνομιλεί με ένα ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο με ποικίλες λογοτεχνικές παραδόσεις, ανθίσταται και παραδίνεται συγχρόνως, ακροβατεί ανάμεσα στο λεκτό και το άλεκτο, ας έχουμε κατά νου ότι αξίζει καμιά φορά να τροποποιούμε τον αναγνωστικό ορίζοντα προσδοκιών μας από τα λογοτεχνικά κείμενα. Θέλω να πω ότι η προσδοκία για την κατανάλωση ενός έτοιμου νοήματος δεν είναι ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί τον αναγνώστη στο λογοτεχνικό κείμενο. Γι' αυτό, επιτρέψτε μου να κλείσω αυτή τη σύντομη ομιλία του με τον λόγο του ίδιου για το ζήτημα αυτό, που επιτάσσεται και από τον επιμελητή Ευριπίδη Γαραντούδη στη συστηματική και πλούσια συγκεντρωτική έκδοση των Πεζογραφημάτων (Καστανιώτης, 2005) του Χειμωνά:

"H προσέγγιση της λογοτεχνίας δεν είναι οπωσδήποτε και ευχάριστη. Πολύ συχνά είναι κόπος, πολλές φορές χρειάζεται να σπρώξεις, να βιάσεις τον εαυτό σου να διαβάσει αυτό το κείμενο ή το άλλο. Χρειάζεται μια κατάσταση ετοιμότητας - μιλάω ειδικά για τα σημαντικά κείμενα· χρειάζεται μια ψυχική και πνευματική ετοιμότητα για να εξαντλήσεις όλο το κείμενο, να μη σου διαφύγει τίποτα." Και ακριβώς όπως συνέστησε ο ίδιος στους αναγνώστες των λογοτεχνικών του κειμένων: "Αυτός ο λόγος θα επιβληθεί σε αναγνώστες απρόθυμους, δύστροπους, ανθιστάμενους, που θα αντιδρούν με δυσπιστία ή θα είναι αδιάφοροι. Η εμπιστοσύνη της ανάγνωσης σ' αυτή τη λογοτεχνία αποτελεί τον πρωταρχικό της όρο και υποκαθιστά εκείνον της απόλαυσης."

No comments: